παραλίμνιος

παραλίμνιος
α, ο [ος и ία , ον] приозёрный; расположенный близ озера

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραλίμνιος" в других словарях:

  • παραλίμνιος — α, ο αυτός που βρίσκεται δίπλα σε λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λίμνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • παραλίμνιος — α, ο ο κοντά στη λίμνη, ο παραλιακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • παράλιμνος — ον, Α αυτός που βρίσκεται δίπλα σε λίμνη, παραλίμνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λίμνη (πρβλ. εύλιμνος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»